- συναποκαλῶν
- συναποκαλέωcall by a namepres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναποκαλώ — έω, Α αποκαλώ επίσης («τὴν τοῡ ἀνθρώπου ψυχὴν δύναμιν συναποκαλῶν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek